- ὀρεσσιδρόμος
- ὀρεσσῐ-δρόμος, ον,A = ὀρεσιδρόμος, Orph.A.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορεσσιδρόμος — ὀρεσσιδρόμος, ον (Α) βλ. ορειδρόμος … Dictionary of Greek
ὀρεσσιδρόμου — ὀρεσσιδρόμος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορεσιδρόμος — ὀρεσιδρόμος και οὐρεσίδρομος καί ὀρεσσιδρόμος, ον (Α) βλ. ορειδρόμος … Dictionary of Greek